- νασμώδης
- νασμώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)νασμώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)νασμώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νασμώδης — νασμώδης, ῶδες (Α) [νασμός] (κατά τον Ησύχ.) «ναματώδης» γεμάτος με πηγές … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek